Οι Led Zeppelin (Ελληνικά: Λεντ Ζέπελιν) ήταν Αγγλικό ροκ
συγκρότημα, ένα από τα δημοφιλέστερα στην ιστορία της μουσικής. Αναδύθηκαν μέσα
από τη βρετανική blues σκηνή και είναι ένα από τα δέκα πρώτα συγκροτήματα σε
πωλήσεις, στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Αποτελούνταν από τον
Τζίμι Πέιτζ (κιθάρα, μαντολίνο, θερεμίν), τον Ρόμπερτ Πλαντ (φωνητικά,
φυσαρμόνικα), τον Τζον Πωλ Τζόουνς (μπάσο,πλήκτρα, μαντολίνο, φλογέρα ) και τον
Τζον Μπόναμ (τύμπανα). Θεωρούνται πρωτοπόροι στην δημιουργία νεότερων ειδών
μουσικής, όπως το χέβι μέταλ και το χαρντ ροκ (που κυριάρχησαν τις δεκαετίες
του '70 και του '80) και η μουσική τους είχε επιρροές από άλλα είδη, όπως η μπλουζ
και τοροκ εντ ρολ.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
1 Βιογραφία
1.1 1968-1971
1.2 1971-1976
1.3 1977-1980
1.4 Μετά τη διάλυση
2 Δισκογραφία
2.1 Στούντιο άλμπουμ
2.2 Ζωντανές ηχογραφήσεις και συλλογές
3 Πηγές
4 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Βιογραφία
1968-1971
Οι Led Zeppelin απέκτησαν το όνομα τους μετά από πρόταση του
ντράμερ των The Who, Κιθ Μουν, ο οποίος τους το πρότεινε μετά την απόρριψη του
αρχικού τους ονόματος, "The New Yardbirds", από την εταιρεία τους,
λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Το πρώτο τους, ομώνυμο άλμπουμ, ηχογραφήθηκε το
φθινόπωρο του 1968, στα "Olympic Studios" του Λονδίνου, για να
κυκλοφορήσει στις 12 Ιανουαρίου 1969, από την "Atlantic",
ανεβαίνοντας στο αμερικανικό και το βρετανικό Top-10, συνοδευόμενο από το
σινγκλ "Good Times Bad Times", το οποίο γνώρισε μικρή επιτυχία
στιςΗνωμένες Πολιτείες, φθάνοντας ως το # 80.
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1968, οι Led Zeppelin έδωσαν την
πρώτη τους συναυλία, στο Ντένβερ των Ηνωμένων Πολιτειών. Την άνοιξη του 1969,
περιόδευσαν στη Μεγάλη Βρετανία, και μετά από διάλειμμα μιας εβδομάδας,
συνέχισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκινώντας στις 24 Απριλίου, στοΣαν
Φρανσίσκο. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, επέστρεψαν για δεύτερη φορά στην
πατρίδα τους, για να συνεχίσουν όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τις πρώτες τους συναυλίες εκτός Ηνωμένων Πολιτειών και Μεγάλης Βρετανίας, τις
έδωσαν στις αρχές Οκτωβρίου στην Ολλανδία και τη Γαλλία, για να επιστρέψουν για
άλλη μία περιοδεία στην Αμερική.
Ο Ρόμπερτ Πλαντ
Στα ενδιάμεσα διαστήματα από τις συνεχείς περιοδείες, οι Led
Zeppelin ηχογραφούσαν νέα κομμάτια για το δεύτερο τους άλμπουμ, "Led
Zeppelin II", το οποίο κυκλοφόρησε στις 22 Οκτωβρίου του 1969,
ανεβαίνοντας στην πρώτη θέση των περισσότερων τσαρτ του κόσμου. Παρ' όλη τη
δυσαρέσκεια του συγκροτήματος ως προς την κυκλοφορία σινγκλ, η εταιρεία τους
επέμεινε στο να κυκλοφορήσει το τραγούδι "Whole Lotta Love", στην
Αμερική, όπου και βραβεύθηκε ως χρυσό, φθάνοντας στο # 4 των αμερικανικών
τσαρτ.
Το συγκρότημα συνέχισε περιοδεύοντας ακατάπαυστα. Τον Ιανουάριο
του 1970 περιόδευσαν στην Αγγλία, για να συνεχίσουν τον Μάρτιο με την πρώτη
τους ευρωπαϊκή περιοδεία, περνώντας από τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ολλανδία,
τη Δανία, το Βέλγιο, την Ελβετία, την Αυστρία και τηΓερμανία. Αμέσως, μετά,
επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παίξουν 25 συναυλίες σε 28 ημέρες,
από τις 21 Μαρτίου μέχρι τις 18 Απριλίου1970. Το καλοκαίρι τους πέρασε με άλλη
μία περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, ενώ ενδιάμεσα από όλες αυτές τις ζωντανές
εμφανίσεις, ηχογράφησαν τον τρίτο τους δίσκο με τίτλο "Led Zeppelin
III", το οποίο έγινε το δεύτερο τους άλμπουμ το οποίο ανέβηκε στην κορυφή
των τσαρτ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μαζί με το δίσκο, κυκλοφόρησε
στην Αμερική το σινγκλ "Immigrant Song", το οποίο ανέβηκε στο # 15.
Ο Τζίμι Πέιτζ
Οι περιοδείες συνεχίστηκαν τον Μάρτιο του 1971 με άλλη μία
βρετανική περιοδεία, την οποία διαδέχθηκε συναυλίες στη Δανία και την Ιταλία,
δύο μήνες αργότερα. Από το Δεκέμβριο του 1970 μέχρι και το Μάρτιο του 1971, οι
Led Zeppelin ηχογράφησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφόρησε στις 8
Νοεμβρίου του 1971. Το εξώφυλλο του δίσκου δεν έφερε καμία επιγραφή και γι'
αυτό το λόγο, οι φίλοι του συγκροτήματος το αποκαλούν "Led Zeppelin
IV" ή "Untitled". Ένα από τα γνωστότερα τραγούδια όλων των
εποχών, το "Stairway to Heaven", βρίσκεται σε αυτό το δίσκο μαζί με
άλλες επιτυχίες όπως το "Rock and Roll", το "When the Levee
Breaks" και το "Black Dog". Το συγκρότημα αρνήθηκε να
κυκλοφορήσει το "Stairway to Heaven" σε μορφή σινγκλ και γι' αυτό η
"Atlantic" εξέδωσε τα κομμάτια "Black Dog" (# 15) και
"Rock and Roll" (# 47). Το τέταρτο άλμπουμ των Led Zeppelin,
θεωρείται ένα από τα 100 καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής σύμφωνα με
το περιοδικό "Rolling Stone", ενώ το περιοδικό "Classic
Rock" το έχει χαρακτηρίσει ως το καλύτερο βρετανικό ροκ άλμπουμ όλων των
εποχών. Μέχρι το 2006, το "Led Zeppelin IV" είχε πουλήσει πάνω από 23
εκατομμύρια αντίτυπα, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
1971-1976[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το φθινόπωρο του 1971, συνέχισαν με μία μεγάλη περιοδεία
στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου επισκέφθηκαν για πρώτη φορά
την Ιαπωνία. Το χειμώνα του 1971, επέστρεψαν στη Μεγάλη Βρετανία και το
Φεβρουάριο του 1972 έπαιξαν στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Κατά τη
διάρκεια του1972, ηχογράφησαν το πέμπτο τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε στις
28 Μαρτίου του 1973, με τίτλο "Houses of the Holy". Το "Houses
of the Holy" έγινε ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος, ο οποίος ανέβηκε
στην κορυφή των αμερικανικών και βρετανικών τσαρτ, ενώ το σινγκλ "D'yer
Mak'er" ανέβηκε στο αμερικανικό Top-20.
Ο Τζον Πωλ Τζόουνς το 1980
Για την προώθηση του, οι Led Zeppelin περιόδευσαν όλο το
Μάρτιο στην Ευρώπη και έκαναν δύο περιοδείες στη Βόρεια Αμερική, το Μάιο και
τον Ιούλιο. Στις 5 Μαΐου του 1973, έσπασαν το ρεκόρ των Beatles στα "Tampa
Stadium" της Φλόριντα, παίζοντας μπροστά σε 56.800 οπαδούς τους, για να κλείσουν
τις περιοδείες τους με τρεις sold out συναυλίες στο "Madison Square
Garden" της Νέας Υόρκης, στις 27, 28 και 29 Ιουλίου 1973. Οι τρεις
τελευταίες συναυλίες, αποτυπώθηκαν στο ζωντανό δίσκο και βίντεο, "The Song
Remains the Same", το οποίο κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα.
Το 1974, ήταν η πρώτη χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας το
συγκρότημα αποφάσισε να κάνει διάλειμμα από τις συνεχείς περιοδείες και να
αφοσιωθεί στις ηχογραφήσεις του επόμενου δίσκου του. Επίσης εκείνη τη χρονιά,
δημιούργησαν τη δική τους δισκογραφική εταιρεία, με την ονομασία "Swan
Song", η οποία λειτούργησε μέχρι το 1982.
Τον Φεβρουάριο του 1975, κυκλοφόρησαν το διπλό δίσκο
"Physical Graffiti", το οποίο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και
αποτέλεσε το έναυσμα για να εισέλθουν και πάλι τα προηγούμενα πέντε άλμπουμ του
συγκροτήματος στα αμερικανικά τσαρτ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εβδομάδες κατά
τις οποίες τα έξι από τα πρώτα εκατό άλμπουμ σε πωλήσεις να είναι αυτά του
καταλόγου των Led Zeppelin! Το "Physical Graffiti", περιείχε επτά
τραγούδια προερχόμενα από παλιότερες ηχογραφήσεις και οκτώ καινούρια. Το σινγκλ
"Trampled Under Foot" ανέβηκε στο αμερικανικό Top-40 και ο δίσκος
παρουσίασε τόσο μεγάλες πωλήσεις, ώστε το2006 είχε φθάσει στο να είναι 16 φορές
πλατινένιος. Μία πολύ μεγάλη περιοδεία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά
ξεκίνησε στις 18 Ιανουαρίου του 1975 και τελείωσε στις 27 Μαρτίου, ενώ πέντε
συναυλίες, στις 17, 18, 23, 24, και 25 Μαΐου του 1975 στο "Earls
Court" του Λονδίνου, έγιναν sold out. Αρχικά, οι εν λόγω συναυλίες είχαν
κλειστεί για τις τελευταίες τρεις ημερομηνίες, αλλά τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν
σε τέσσερις ώρες, γεγονός που τους ανάγκασε να κλείσουν άλλες δύο ημέρες, στις
17 και 18 του μήνα.
Τον Αύγουστο του 1975, ο Ρόμπερτ Πλαντ είχε ένα
αυτοκινητιστικό ατύχημα μαζί με τη σύζυγο του, Μωρήν, ενώ βρισκόταν για
διακοπές, στη Ρόδο. Λόγω προβλήματος στον αστράγαλο, ο Πλαντ δεν μπορούσε να
περιοδεύσει και έτσι οι Led Zeppelin ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του επόμενου
δίσκου τους, ο οποίος κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου του 1976, με τον τίτλο
"Presence". Παρ' όλη την επιτυχία που γνώρισε, φθάνοντας για άλλη μια
φορά στο # 1 των τσαρτ, ο δίσκος έλαβε μέτριες κριτικές από μουσικοκριτικούς
και κοινό. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο
από το 1973, "The Song Remains the Same", ανεβαίνοντας στην κορυφή
των βρετανικών τσαρτ.
1977-1980
Ο Τζον Μπόναμ
Την 1 Απριλίου του 1977, ξεκίνησαν μία πολύ μεγάλη περιοδεία
στη Βόρεια Αμερική, η οποία τελείωσε στο Όκλαντ στις 24 Ιουλίου του 1977,
πουλώντας κατά μέσο όρο 72.000 εισιτήρια ανά συναυλία. Αυτή ήταν και η
τελευταία περιοδεία του συγκροτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηριστικό
της έντασης κατά την διάρκεια της περιοδείας, στην προτελευταία ημέρα της ο
ντράμερ του συγκροτήματος, Τζον Μπόναμ, συνελήφθη μαζί με κάποια μέλη του
μάνατζμεντ των Led Zeppelin, λόγω της επίθεσης που δέχθηκε μέλος της
οργανωτικής επιτροπής της συναυλίας. Οι τελευταίες εφτά συναυλίες της
περιοδείας, οι οποίες ήταν κλεισμένες από τις 30 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου
του 1977, αναβλήθηκαν λόγω του θανάτου του πεντάχρονου γιου του τραγουδιστή
Ρόμπερτ Πλαντ, από στομαχική ίωση.
Το Νοέμβριο του 1978, ηχογράφησαν το όγδοο στούντιο άλμπουμ
τους στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 15 Αυγούστου του
1979 με τίτλο "In Through the Out Door", λαμβάνοντας μέτριες
κριτικές, λόγω του πειραματισμού του συγκροτήματος, αλλά ανεβαίνοντας για άλλη
μια φορά στην πρώτη θέση των αμερικανικών και βρετανικών τσαρτ. Στις 4 και 11
Αυγούστου 1979, οι Led Zeppelin εμφανίστηκαν ως πρώτο όνομα στο φεστιβάλ του
"Knebworth", παίζοντας μπροστά σε πάνω από 100.000 οπαδούς και τις
δύο βραδιές. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο το 1980, περιόδευσαν στην κεντρική
Ευρώπη, περνώντας από τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αυστρία και την
Ελβετία.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1980, ο βοηθός του συγκροτήματος,
Ρεξ Κινγκ, παρέλαβε με το αυτοκίνητο του τον Τζον Μπόναμ με τελικό προορισμό τα
"Bray Studios". Στη διαδρομή, ο Μπόναμ ήπιε τέσσερις τετραπλές
μερίδες βότκα, ενώ συνέχισε να πίνει κατά τη διάρκεια της πρόβας. Μετά την
πρόβα, συνέχισαν στο σπίτι του κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ, όπου και ο Μπόναμ
αποκοιμήθηκε μετά από μεγάλες δόσεις αλκοόλ. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, ο
Τζον Πωλ Τζόουνς βρήκε τον Μπόναμ νεκρό. Η αιτία θανάτου, ήταν αναρρόφηση
εμετού, κατά τη διάρκεια του ύπνου του, ενώ δε βρέθηκαν ναρκωτικές ουσίες στο
αίμα του. Η περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, η οποία είχε προγραμματισθεί για τον
Οκτώβριο του 1980 αναβλήθηκε, παρ' όλες τις φήμες για αντικατάσταση του Μπόναμ.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1980, τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ανακοίνωσαν την
οριστική διάλυση των Led Zeppelin.
Μετά τη διάλυση
Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, τα μέλη αποφάσισαν να
ασχοληθούν με τις προσωπικές τους καριέρες. Το 1981, ο Πλαντ δημιούργησε τους
"Honeydrippers", με τον Τζίμι Πέιτζ και άλλα μεγάλα ονόματα.
Το 1982, κυκλοφόρησε ο τελευταίος δίσκος των Led Zeppelin με
τίτλο "Coda", ο οποίος περιείχε ηχογραφήσεις ανέκδοτων κομματιών,
φθάνοντας στο # 4 των βρετανικών τσαρτ και των # 6 των αντίστοιχων
αμερικάνικων.
Στις 13 Ιουλίου 1985, τα εναπομείναντα μέλη των Led Zeppelin
επανενώθηκαν για μία μικρής διάρκειας συναυλία στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων
Πολιτειών, για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τη θέση του ντράμερ σε αυτή τη συναυλία,
κάλυψαν ο Τόνι Τόμπσον και ο Φιλ Κόλινς.
Η δεύτερη επανένωση, έγινε στις 14 Μαΐου 1988, για την 40η
επέτειο της δισκογραφική εταιρείας "Atlanitc", με τον γιο του Τζον
Μπόναμ, Τζέησον, στα τύμπανα.
Το 1994, ο Τζίμι Πέιτζ και ο Ρόμπερτ Πλαντ ένωσαν τις
δυνάμεις τους για το δίσκο "No Quarter", ο οποίος περιείχε επανεκτελέσεις
τραγουδιών των Led Zeppelin και αφού ανέβηκε στο βρετανικόκαι το αμερικανικό
Top-10, ξεκίνησαν μία παγκόσμια περιοδεία για την προώθηση του.
Το 1995, οι Led Zeppelin εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall
of Fame, ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ο ζωντανά ηχογραφημένος δίσκος
"BBC Sessions", με ηχογραφήσεις από το 1969και το 1971. Το 1998, ο
Πέιτζ και Πλαντ κυκλοφόρησαν το δίσκο "Walking into Clarksdale" (# 3
στη Βρετανία, # 8 στις ΗΠΑ), ενώ το 2003 κυκλοφόρησε το τριπλό ζωντανό άλμπουμ
των Led Zeppelin, με τίτλο "How the West Was Won", φθάνοντας για άλλη
μια φορά στο # 1 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2007 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά έπειτα
από 19 χρόνια, στην "Ο2 Arena" του Λονδίνου, μπροστά σε 20.000
θαυμαστές τους. Ήταν τελευταία επίσημη συναυλία τους και στη θέση Μπόναμ,
έπαιξε ο γιος του, Τζέησον. Η ηχογράφηση της συναυλίας κυκλοφόρησε στις 19
Νοεμβρίου του 2012, με τίτλο "Celebration Day", ανεβαίνοντας για άλλη
μια φορά στο Top-10 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.